υπεραισθητικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπεραισθησία («υπεραισθητικά φαινόμενα») 2. αυτός που έχει υπεραισθησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπεραισθησία. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Εμ. Σ. Λυκούδη] … Dictionary of Greek
υπερακουσία — και παλ. τ. υπεράκουση, η, Ν ιατρ. ακουστική υπεραισθησία εξαιτίας τής οποίας η αντίληψη τών οξέων τόνων συνοδεύεται από επώδυνο αίσθημα, οπότε υπάρχει η λεγόμενη επώδυνη υπερακουσία, ή από υποκειμενική αύξηση τής έντασης τών ακουόμενων ήχων… … Dictionary of Greek
υπεραλγησία — η, Ν ιατρ. αυξημένη ευαισθησία στο άλγος, υπεραισθησία στον πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hyperalgesie (< υπερ * + άλγος)] … Dictionary of Greek
υπεργευσία — και υπέργευση, η, Ν ιατρ. γευστική υπεραισθησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + γεύση] … Dictionary of Greek
υπεροσμία — η, Ν ιατρ. οσφρητική υπεραισθησία, στο πλαίσιο, συνήθως, υπερδιεγερσιμότητας τού νευρικού συστήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperosme < υπερ * + οσμή + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek