υπεραισθησία

υπεραισθησία
η, Ν
1. ιατρ. αυξημένη ευαισθησία προς τα αισθητικά ερεθίσματα και κυρίως εκείνα που έχουν σχέση με την αίσθηση τής αφής
2. (ιατρ.-ψυχολ.) τάση ενός υποκειμένου να αισθάνεται όλες τις μεταβολές στο περιβάλλον του ως κάτι που τό αφορά πάντοτε και, κατά μία έννοια, προς το χειρότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hyperesthesie (< υπερ-* + αίσθηση). Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Αδ. Κοραή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπεραισθητικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπεραισθησία («υπεραισθητικά φαινόμενα») 2. αυτός που έχει υπεραισθησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπεραισθησία. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Εμ. Σ. Λυκούδη] …   Dictionary of Greek

  • υπερακουσία — και παλ. τ. υπεράκουση, η, Ν ιατρ. ακουστική υπεραισθησία εξαιτίας τής οποίας η αντίληψη τών οξέων τόνων συνοδεύεται από επώδυνο αίσθημα, οπότε υπάρχει η λεγόμενη επώδυνη υπερακουσία, ή από υποκειμενική αύξηση τής έντασης τών ακουόμενων ήχων… …   Dictionary of Greek

  • υπεραλγησία — η, Ν ιατρ. αυξημένη ευαισθησία στο άλγος, υπεραισθησία στον πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hyperalgesie (< υπερ * + άλγος)] …   Dictionary of Greek

  • υπεργευσία — και υπέργευση, η, Ν ιατρ. γευστική υπεραισθησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + γεύση] …   Dictionary of Greek

  • υπεροσμία — η, Ν ιατρ. οσφρητική υπεραισθησία, στο πλαίσιο, συνήθως, υπερδιεγερσιμότητας τού νευρικού συστήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperosme < υπερ * + οσμή + κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”